- μετουσιώνω
- μετουσίωσα, μετουσιώθηκα, μετουσιωμένος1. μεταβάλλω την ουσία κάποιου: Το σώμα μετουσιώθηκε σε πνεύμα.2. το μέσ., μετουσιώνομαι (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας), μεταβάλλομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.